δενδροφόρος — bearing trees masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροφόρον — δενδροφόρος bearing trees masc/fem acc sg δενδροφόρος bearing trees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροφορωτάτην — δενδροφόρος bearing trees fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροφόρα — δενδροφόρος bearing trees neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροφόρου — δενδροφόρος bearing trees masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροφόρων — δενδροφόρος bearing trees masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Silvano — Dibujo de un relieve romano de Silvano. Silvano (en latín Silvanus, ‘de los bosques’) era, en la mitología romana, el espíritu tutelar de los campos y bosques, un genius loci a quien se dice que en tiempos muy remotos los pelasgos tirrenos habían … Wikipedia Español
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροφορώ — δενδροφορῶ ( έω) (Α) [δενδροφόρος] κρατώ στα χέρια κλαδιά δένδρων, θύρσους … Dictionary of Greek